ὀρόδαμνος

ὀρόδαμνος
ὀρόδαμνος
Grammatical information: m.
Meaning: `branch, twig' (Thphr., Call., Nic., AP).
Derivatives: Dimin. ὀροδαμνίς f. (Theoc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. for Aeol. Ϝρόδαμνος = ῥάδαμνος (s.v.) with o as graphic indication for F as in ὀρίνδης (Schwyzer 313 n. 2). Unclear is ὄραμνος `id.' (Nic., AP); (not a cross with ὄρμενος).
Page in Frisk: 2,424

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορόδαμνος — ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α) κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. τού αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση τού F με ο (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως τού ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος… …   Dictionary of Greek

  • ὀρόδαμνος — bough masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροδάμνοις — ὀρόδαμνος bough masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροδάμνους — ὀρόδαμνος bough masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροδάμνων — ὀρόδαμνος bough masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρόδαμνοι — ὀρόδαμνος bough masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρόδαμνον — ὀρόδαμνος bough masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι …   Dictionary of Greek

  • ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ροδάμνι — και ροδάμι, το, Ν βοτ. κλώνος, κλωνάρι, βλαστός, ο αρχ. ῥάδαμνος ή όρόδαμνος* («να μπουμπουκιάσει το κλαρί, ν ανοίξει το ροδάμι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ροδάμνιον, υποκορ. τού ῥόδαμνος «βλαστός, κλωνάρι»] …   Dictionary of Greek

  • όραμνος — ὄραμνος, ὁ (Α) βλ. ορόδαμνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”